π. Δημητρίου Μπόκου
Ὅταν ὁ Χριστὸς φανέρωσε ξεκάθαρα στοὺς Ἰουδαίους ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅτι πατέρας του εἶναι αὐτὸς ποὺ αὐτοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ὁ Θεός τους, οἱ Ἑβραῖοι δὲν ἄντεξαν. Κατάλαβαν πολὺ καλὰ τί τοὺς ἔλεγε, γι’ αὐτὸ καὶ θεώρησαν τὰ λόγια του ὕψιστη βλασφημία.
Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ πῆραν στὰ χέρια τους πέτρες νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ὅπως ὅριζε ὁ νόμος τους. Μὰ ὁ Χριστὸς πέρασε ἀνάμεσά τους χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸν ἀγγίξει κανένας, γιατὶ δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα του νὰ σταυρωθεῖ.
Τότε ὁ Χριστὸς συνάντησε στὸν δρόμο του ἕναν τυφλὸ ἐκ γενετῆς καὶ τὸν θεράπευσε (Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ).
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέτεινε ἀκόμη περισσότερο στὴ σύγχυση
τῶν Ἰουδαίων καὶ μάλιστα τῶν τυπολατρῶν Φαρισαίων. Ἀπὸ τὴ μιὰ θεωροῦσαν τὸν Χριστὸ παραβάτη τοῦ θεϊκοῦ νόμου, γιατὶ ἔκανε τὸ θαῦμα του (ἐπίτηδες μᾶλλον) ἡμέρα Σάββατο. Ἀφοῦ καταργοῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἦταν κατ’ αὐτοὺς ἁμαρτωλός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶχαν μπροστά τους ἕνα γεγονὸς ἀναμφισβήτητο. Ἐξέταζαν ξανὰ καὶ ξανὰ τὸν πρώην τυφλὸ γιὰ τὸ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία του. Ἀλλὰ δὲν ἤθελαν οὔτε μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν, ὄντας προσκολλημένοι στὴν ἀντίληψη, ὅτι ἄνθρωπος ποὺ παραβαίνει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι σίγουρα ἁμαρτωλός.
Στὴν ἀπορία τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ,
Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ πῆραν στὰ χέρια τους πέτρες νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ὅπως ὅριζε ὁ νόμος τους. Μὰ ὁ Χριστὸς πέρασε ἀνάμεσά τους χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸν ἀγγίξει κανένας, γιατὶ δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα του νὰ σταυρωθεῖ.
Τότε ὁ Χριστὸς συνάντησε στὸν δρόμο του ἕναν τυφλὸ ἐκ γενετῆς καὶ τὸν θεράπευσε (Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ).
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέτεινε ἀκόμη περισσότερο στὴ σύγχυση
τῶν Ἰουδαίων καὶ μάλιστα τῶν τυπολατρῶν Φαρισαίων. Ἀπὸ τὴ μιὰ θεωροῦσαν τὸν Χριστὸ παραβάτη τοῦ θεϊκοῦ νόμου, γιατὶ ἔκανε τὸ θαῦμα του (ἐπίτηδες μᾶλλον) ἡμέρα Σάββατο. Ἀφοῦ καταργοῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἦταν κατ’ αὐτοὺς ἁμαρτωλός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶχαν μπροστά τους ἕνα γεγονὸς ἀναμφισβήτητο. Ἐξέταζαν ξανὰ καὶ ξανὰ τὸν πρώην τυφλὸ γιὰ τὸ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία του. Ἀλλὰ δὲν ἤθελαν οὔτε μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν, ὄντας προσκολλημένοι στὴν ἀντίληψη, ὅτι ἄνθρωπος ποὺ παραβαίνει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι σίγουρα ἁμαρτωλός.
Στὴν ἀπορία τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ,