Κυριακή 25 Απριλίου 2021
«Τά τάλαντα…» Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Νά, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στό μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θά εἶναι ὁ δοῦλος πού θά τόν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νά τόν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θά εἶναι ἐκεῖνος, πού θά τόν βρεῖ ράθυμο καί ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νά μή βυθιστεῖς στόν πνευματικό ὕπνο, γιά νά μήν παραδοθεῖς στό θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καί νά μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσύ ὁ Θεός· σῶσε μας διά τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων Ἀσωμάτων Δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).
Μετά τήν ψαλμωδία τοῦ Ἀλληλουϊαρίου, στό ὁποῖο ἀπευθύνεται αἶνος πρός τό Θεό, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ αἴτηση τιμωρίας τῶν ἐχθρῶν Του (τοῦ ἀπαίδευτου λαοῦ καί τῶν ἐνδόξων τῆς γῆς), τό τροπάριο εἰσέρχεται στήν καθαρή ὑπόθεση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.
Ἡ σχέση τους μέ τό Χριστό παρομοιάζεται μέ γάμο,
Ἀπό τήν Μ.Δευτέρα μέχρι καί τήν Μ.Τετάρτη
Πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν
Αὐτὲς
οἱ τρεῖς ἡμέρες, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει Μεγάλες καὶ Ἅγιες,
ἔχουν, μέσα στὸ λειτουργικὸ κύκλο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἕναν
καθοριστικὸ σκοπό. Τοποθετοῦν ὅλες τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες στὴν προοπτική
του Τέλους· μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα. Συχνὰ ἡ
Μεγάλη Ἑβδομάδα χαρακτηρίζεται σὰν περίοδος γεμάτη μὲ «ὡραιότατες
παραδόσεις» καὶ «ἔθιμα», σὰν ξεχωριστὸ τμῆμα τοῦ ἑορτολογίου μας. Τὰ
ζοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία σὰν ἕνα ἐλπιδοφόρο γεγονὸς ποὺ
γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀκολουθιῶν, τὶς
ἐπιβλητικὲς πομπὲς καὶ προσβλέπουμε μὲ κάποια ἀνυπομονησία στὸ Πασχαλινὸ
τραπέζι… Καὶ ὑστέρα, ὅταν ὅλα αὐτὰ τελειώσουν, ξαναρχίζουμε τὴν
κανονική μας ζωή.
Ἀλλὰ ἄραγε καταλαβαίνουμε πὼς ὅταν ὁ κόσμος
ἀρνήθηκε τὸν Σωτήρα του, ὅταν ὁ Ἰησοῦς «ἤρξατο ἀδημονεῖν» καὶ ἔλεγε:
«περίλυπος ἐστὶν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», καὶ ὅταν πέθανε στὸ Σταυρό,
τότε ἡ «κανονικὴ ζωὴ» σταμάτησε; Δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸν νὰ ὑπάρξει
«κανονικὴ ζωὴ» γιατί ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ φώναζαν «Σταὺρωσον Αὐτόν!», αὐτοὶ
ποὺ Τὸν ἔφτυναν καὶ Τὸν κάρφωναν στὸ Σταυρὸ ἦταν… «κανονικοὶ ἄνθρωποι».
Τὸν μισοῦσαν καὶ Τὸν σκότωσαν ἀκριβῶς γιατί τοὺς τάραξε, τοὺς χάλασε
τὴν «κανονικὴ» ζωή τους. Καὶ ἦταν πραγματικὰ ἕνας τέλεια «κανονικὸς»
κόσμος αὐτὸς ποὺ προτίμησε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴ
ζωή… Μὲ τὸ θάνατο ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὁ «κανονικὸς» κόσμος καὶ ἡ «κανονικὴ»
ζωὴ καταδικάστηκαν ἀμετάκλητα. Ἢ μᾶλλον, θὰ
Κενοδοξία καί φιλαργυρία...
...ἀπό διαχειριστής, θῦμα τῶν πραγμάτων
Ἱερά Μονή Παναγίας Δουραχάνης
Ὁμιλία π. Ἀθανασίου Χατζῆ την Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν
13-4-07
Στήν ἁγία ἑορτή τῶν Βαΐων (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος)
«Έξι ημέρες πριν από το Πάσχα πήγε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου ήταν ο Λάζαρος», στον οίκο της Μαρίας και της Μάρθας, «και του παρατέθηκε δείπνο από αυτούς»· η Μάρθα υπηρετούσε και ο Λάζαρος έτρωγε. Και αυτό ήταν απόδειξη της αληθινής αναστάσεως, το ότι μετά από πολλές ημέρες και ζούσε και έτρωγε. Άρα είναι φανερό, ότι το γεύμα γινόταν στην οικία της Μάρθας· δέχονται δηλαδή τον Ιησού επειδή ήταν φίλοι και αγαπώνταν από αυτόν. Κάποιοι όμως λένε, ότι αυτό γινόταν σε ξένη οικία. Η Μαρία υπηρετούσε γιατί ήταν μαθήτρια. Πάλι αυτή εδώ επιτελεί πνευματικότερη διακονία· δεν διακονούσε όμως σαν προς καλεσμένο, ούτε ήταν κοινή η υπηρεσία της, αλλά σ’ αυτόν μόνο παρείχε την τιμή, και απέδιδε αυτήν, όχι ως προς άνθρωπο, αλλ’ ως προς Θεό. Γιατί γι’ αυτό έχυσε μύρο και το σκούπισε με τα μαλλιά της κεφαλής της, πράγματα που έδειχναν, ότι η υπόληψή της προς αυτόν δεν ήταν τέτοια, τέτοια που του απέδιδαν οι πολλοί. Αλλά την επετίμησε ο Ιούδας με πρόσχημα δήθεν την ευλάβεια. Τί λέγει λοιπόν ο Χριστός;
Κυριακή των Βαΐων: Ευλογημένος ο Ερχόμενος (Φώτης Κόντογλου)
Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ’ ένα πουλάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».
Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθίζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ’ οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπασμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ’ ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλειδωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε ματωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους