Ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἑορτὴ ποὺ ὑπαγορεύθηκε ἀπὸ ἱστορικὰ γεγονότα. Τὴν πρώτη φορά, ὅταν βρέθηκε ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία Ἑλένη. Τὴ δεύτερη, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, νικώντας τοὺς Πέρσες ποὺ εἶχαν κυριεύσει τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὸν ἐπανέφερε ἀπὸ τὴν Περσία, ὅπου εἶχε μεταφερθεῖ ὡς
λάφυρο (Ἑορτὴ Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ).
Εἶναι ἀνάγκη ὅμως ἡ Ὕψωση αὐτὴ νὰ γίνεται κυρίως μέσα μας.
Ὅπως ἡ Παναγία ἀναδείχθηκε μυστικὸς παράδεισος, κῆπος δηλαδὴ ὅπου βλάστησε ὁ Χριστός, «ὑφ’ οὗ τὸ τοῦ Σταυροῦ ζωηφόρον ἐν γῇ πεφυτούργηται δένδρον», ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας πρέπει νὰ μετατραπεῖ «εἰς γῆν ἀγαθήν», σὲ εὔφορο καὶ γόνιμο κῆπο, ὅπου μυστικὰ θὰ καλλιεργεῖται τὸ σωτηριῶδες δένδρο τοῦ Σταυροῦ. Νὰ ἀνήκουμε κι ἐμεῖς σ’ αὐτούς, ποὺ «ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ» καρποφοροῦν μὲ ὑπομονὴ ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ἔρρευσαν ἀπὸ τὸ εὐλογημένο ξύλο τοῦ Σταυροῦ.
Ἀλλιῶς μπορεῖ