Όχι μόνο οι ψαλμωδίες και τα αναγνώσματα, αλλά και οι ίδιες οι πράξεις της ιερουργίας έχουν αυτό το ιδίωμα: Το καθένα γίνεται για την παρούσα περίπτωση, αλλά συγχρόνως συμβολίζει και κάτι από τα έργα ή τις πράξεις ή τα πάθη του Χριστού. Όπως για παράδειγμα η εισαγωγή του Ευαγγελίου στο θυσιαστήριο, κατόπιν η εισαγωγή των τιμίων δώρων. Αυτά γίνονται για την ανάγκη, το μεν Ευαγγέλιο για να αναγνωσθεί, τα δε τίμια δώρα για να τελεσθεί η θυσία. Συμβολίζουν όμως και τα δύο την ανάδειξη και φανέρωση του Σωτήρα. Το πρώτο τη φανέρωση, αμυδρή ακόμη και ατελή, στην αρχή της ζωής Του· το δεύτερο, την τελειότατη και τελευταία φανέρωσή Του.
Εκείνα που γίνονται στην τελετή των τιμίων δώρων, αναφέρονται όλα στην Οικονομία (1) του Σωτήρα. Ο σκοπός τους είναι να βάλουν μπροστά στα μάτια μας τη θεωρία (2) της θείας Οικονομίας για να αγιάζει τις ψυχές μας και έτσι να γινόμαστε κατάλληλοι να δεχθούμε τα ιερά δώρα. Όπως δηλαδή τότε στον καιρό της πραγματοποιήσεώς της η θεία Οικονομία ανέστησε τον κόσμο, έτσι θεωρουμένη πάντοτε κάνει την ψυχή των θεατών της καλύτερη και αγιότερη· μάλλον δε, ούτε τότε θα ωφελούσε καθόλου, αν δεν γινόταν αντικείμενο θεωρίας και πίστεως. Και γι’ αυτό κηρύχθηκε, και για να πιστευθεί χρησιμοποίησε χίλια δυό μέσα ο Θεός. Διότι η Οικονομία αυτή δεν μπορούσε να έχει αποτέλεσμα και να σώζει τους ανθρώπους, αν, ενώ γινόταν, έμενε