π. Δημητρίου Μπόκου
Περιερχόμενος τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Ἰουδαίας ὁ Χριστός, βρέθηκε μπροστὰ σὲ δύο τυφλούς, ποὺ ζήτησαν μὲ δυνατὲς κραυγὲς νὰ τοὺς σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ τοὺς θεραπεύσει ἀπὸ τὴν τύφλωση. Ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε ἂν πιστεύουν ὅτι μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ ἐκεῖνοι ἀπάντησαν θετικά. Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἔδωσε τὸ φῶς τους (Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου).
Οἱ δυὸ τυφλοὶ στὴν ἱκεσία τους ὀνόμαζαν τὸν Χριστὸ υἱὸ τοῦ
Δαυΐδ. «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Εἶχαν δηλαδὴ ἐνστερνισθεῖ τὴ γνώμη, ὅτι ἔχουν μπροστά τους ὄχι ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἀναμενόμενο ἔνδοξο ἀπόγονο τοῦ Δαυΐδ, τὸν Μεσσία καὶ λυτρωτὴ τῶν ἀνθρώπων. Πίστευαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχε προφητευθεῖ ἀπὸ ὅλους τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ ἡ πίστη τους δὲν σταματοῦσε ἐκεῖ.
Ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς θεράπευσε ἀμέσως,