Εκείνος
που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο
Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ’
ένα πουλάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας:
«Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του
Ισραήλ».
Οι
πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους
οχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθίζανε απάνω σε χρυσά αμάξια
για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι
σημαίες κ’ οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπασμένοι
με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ’ ένα αμάξι φορτωμένο
με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το
νικημένο έθνος.
Όλοι
οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους
ήτανε κλειδωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά
χέρια τους ήτανε ματωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους
Άλογα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ’ αυτά τ’ αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περήφανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορφο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια μεγάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.