Πίστευε, ἀγάπα, συγχώρα καί προχώρα στή ζωή σου..... .

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΞΙΟΙ; «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 18,18)

Κυριακὴ ΙΓ΄Λουκᾶ (Λουκ. 18,18-27)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐ­αγγέλιο. Θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἐξηγήσω ἁ­πλᾶ, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τὸ καταλάβουν ὅλοι.

* * *

Κάποιος πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ σε­βασμὸ καὶ τοῦ ἔκανε μιὰ ἐρώτησι μὲ περιεχόμενο. Ποιά ἦταν ἡ ἐρώτησις· «Τί νὰ κάνω;…» (Λουκ. 18,18). Αὐ­τὸ τὸ «Τί νὰ κάνω;» τὸ λέμε συχνά. Ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα στὴν ἐποχή μας ἔχει ἀγωνία. Ἐπιθυμεῖ πολλὰ πράγματα· θέλει νὰ ἔχῃ λεφτά, ἀνέ­σεις, δόξες, τιμές, μεγαλεῖα…, χιλιά­δες πρά­γματα· καὶ γιὰ νὰ τ᾽ ἀποκτήσῃ, ἰδίως τὰ χρήμα­τα ποὺ ἔγιναν ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου, ἀγωνίζεται ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Ἀλλ᾽ αὐ­τὸς ποὺ πλησίασε τὸ Χριστὸ διέφερε, εἶχε ἄλ­λα ἐνδιαφέρον­­τα. Τί τὸν ἀπασχολοῦσε· «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή;» (ἔ.ἀ.).
Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο πόθο; Κάποιος τώ­ρα, ἀκούγοντας ὅτι αὐτὸς ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, θὰ ἔλεγε· Τί χαζὸς αὐτός! Τώρα ὁ κόσμος
ἐξελίχθηκε, αὐτὰ τὰ «αἰώνια ζωή» «παράδεισος» «κόλασι» εἶνε παραμύθια· τὰ λένε οἱ παπᾶδες γιὰ νὰ ἐκμεταλλεύωνται τὸ λαό· ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, ἐδῶ κι ὁ παράδεισος.
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια οἱ πρόγονοί μας πίστευαν, ὅτι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει στὸν τά­φο, ὅτι ὁ θάνα­τος δὲν εἶνε ἐξαφάνισις τῆς ἀν­θρωπίνης ὑ­πάρξεως ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζω­ῆς. Στὸν Πόντο, ὅταν εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν ἄλ­λο ἔλεγαν «Καλὸν παράδεισο!». Μεγάλος λόγος αὐ­τός, δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὸν ζυγίσω. Τ᾽ ἀ­κούσατε ποτὲ αὐτὸ σήμερα; Κι αὐτοὶ ἀκόμα ποὺ εἶνε γέροι κ᾽ ἔχουν τὸ ἕνα πό­δι στὸν τάφο, κοιτάζουν πῶς νὰ περάσουν ἐδῶ καλά, νὰ φᾶνε νὰ πιοῦν καὶ νὰ διασκεδάσουν. Αἰώνιος ζωή, παράδεισος τώρα; παραμύθια…
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει παράδεισος, ὑπάρχει αἰώνιος ζωή. Ἐγὼ ἀμφιβάλλω, θὰ πῇς. Σοῦ λέω λοιπόν,

ὅτι εἶνε βέβαιο. Ὅσο βέ­βαιος εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ἥλιος καὶ φεγ­γάρι, ὅτι ὑπάρχει Αὐστραλία καὶ Ἀμερική, ὅτι ὑπάρχει Βόρειος καὶ Νότιος Πόλος –εἶνε κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει;–, τόσο καὶ περισσότερο βέβαιος νὰ εἶ­σαι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή, ἄλλος κόσμος.
Μὰ ἐγώ, λές, ζητῶ ἀποδείξεις. Ὑπάρχουν ὅ­σες θέλεις. Ἂν μπορῇ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὶς ἀ­κτῖνες τοῦ ἥλιου, θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τὶς ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ζωὴ ἀπερίγραπτη. Ποιός μᾶς τὸ βεβαιώνει;
⃝ Ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, εἴτε Ἕλληνες εἴτε Ἑβραῖοι εἴτε Ἀσσύριοι εἴτε Βαβυλώνιοι εἴτε Αἰγύπτιοι εἴτε Κινέζοι εἴτε Ἰ­άπωνες, ὅπου νὰ πᾷς, ἔχουν κείμενα, παραδό­σεις καὶ εὑρήματα ἀπὸ ἀνασκαφὲς ποὺ πιστοποιοῦν τὴν κοινὴ αὐτὴ πεποίθησι. Νιώθουν, ὅ­τι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε σὰν τὸ ζῷο ποὺ ψοφά­ει ἀλλὰ ζῇ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Εἶνε δυνα­τὸν σ᾽ αὐτὸ νὰ πέφτουν ὅλοι μαζὶ ἔξω;
⃝ Καὶ ὄχι μόνο ὁ λαός· καὶ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ πνεύματα, ὀνομαστοὶ φιλόσοφοι, τὸ ἴδιο βεβαι­ώνουν. Ποιός θεωρεῖται ὡς μεγαλύτερος φι­λό­σοφος τῆς πατρίδος μας, ὁ Σωκράτης; Ὁ Σωκράτης λοιπόν, ὅταν καταδίκαστηκε εἰς θά­νατον καὶ ἤπιε τὸ κώνειο καὶ οἱ μαθηταί του μεμ­ψιμοιροῦσαν περίλυποι ποὺ χάνεται πιά, αὐτὸς τοὺς εἶπε· Λάθος κάνετε· τὸ σῶ­μα μου θανατώ­νεται, ἀλλὰ ὁ Σωκράτης δὲν εἶ­­νε τὸ κουφάρι· ὁ Σωκράτης τώρα πετά­ει, φεύγει ἀπ᾽ τὸν κόσμο αὐτὸν τῆς ἀδικί­ας, καὶ πάει σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο ὅπου δὲν ὑ­πάρχει ἀδικία… Καὶ ὄχι μόνο ὁ Σωκράτης· καὶ ἄλλοι μεγάλοι σοφοὶ τὸ ἴδιο δίδαξαν· θὰ ἦταν πολὺ μακρὸς ὁ λόγος ἂν ἀ­νέφερα τὶς γνῶμες τους.
⃝ Ἀλλὰ γιατί ἀναφέρουμε μαρτυρίες ἀνθρώπων; Ὑπάρχει μιὰ μαρτυρία, μιὰ ἀπόδειξις, ἰ­σχυρότερη ἀπ᾿ ὅλες. Ποιά εἶν᾽ αὐτή; Εἶνε τὰ λό­για ἐκείνου δὲν λέει ποτέ ψέματα. Ὅλοι μπορεῖ νὰ πλανηθοῦν, γιατὶ εἶνε ἄνθρωποι· ἐ­κεῖ­νος δὲν πλανᾶται, γιατὶ εἶνε ὁ Θεός. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν μᾶς βεβαίωσε καὶ εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐ­ὰν κερ­δήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;», ποιό τὸ ὄφελος ἐὰν κερδήσῃ κανεὶς ὅλο τὸν κόσμο καὶ χάσῃ τὴν ψυχή του; «ἢ τί δώ­σει ἄν­θρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;», ὑπάρχει κάτι ἰσάξιο μὲ τὴν ψυχή του; (Μᾶρκ. 8,36-37). Βε­βαιώνει δηλαδὴ ὁ Χριστός, ὅτι ἡ ψυ­χὴ ζῇ πέρα ἀπ᾽ τὸν παρόντα κόσμο, κι αὐ­τὴ ἡ ζωὴ εἶνε ὁ με­γάλος «θησαυρὸς ἐν οὐρα­νῷ» ποὺ εἶπε σήμερα (Λουκ. 18,22). Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστός. Κι ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ Χριστὸ, ποιόν νὰ πιστέψουμε;

* * *

Αὐτὸς ποὺ πλησί­ασε τὸ Χριστό, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀμφιβολία γιὰ τὸ ζήτημα τοῦτο. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε ἦταν ἄλλο· ἦταν τὸ ἐρώ­τημα, τί πρέπει νὰ κάνουμε ὥστε νὰ γίνου­με ἄ­ξιοι γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή; «Τί ποιήσωμεν;» (ἔ.ἀ. 18,18). Καὶ ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν ἀπάντησι, τὸ χρυσὸ κλει­δὶ ποὺ ἀ­νοίγει τὴ θύρα τοῦ παραδείσου.
Στὸ ἐρώτημα «τί νὰ κάνω;» ἀπαντᾷ· «Τὰς ἐν­­τολὰς οἶδας» (ἔ.ἀ. 18,20), γνωρίζεις τὶς ἐντολές. Καὶ τοῦ ὑπενθυμίζει πέντε ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου, αὐτὲς ποὺ ῥυθμίζουν τὶς σχέσεις μὲ τὸν πλησίον· «μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέ­ψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (ἔ.ἀ. = Ἔξ. 20,12-16. Δευτ. 5,16-20).
Οἱ θεμελιώδεις αὐτὲς ἐντολὲς τηροῦνται σήμερα; Ἐμένα ρωτᾶτε; ῾Ρῖξτε ἕνα βλέμμα.
 «Μὴ μοιχεύσῃς». Ὁ Δημιουργὸς ὥρισε μία γυναί­κα νὰ ἁρμόζῃ σὲ κάθε ἄντρα καὶ ἕνας ἄν­­τρας σὲ κάθε γυναῖκα. Γι᾽ αὐτὸ νομοθέ­τησε τὸν γάμο. Ἔξω ἀπὸ τὸν εὐλογημένο γάμο κάθε ἄλ­λη σχέσι εἶνε ἁμαρτία, καὶ λέγε­ται πορνεία ἢ μοιχεία. Τώρα τί γίνεται; Ἡ ἐν­τολὴ τοῦ Κυρίου καταπατεῖται. Ἡ πορνεία, οἱ προγα­μι­αῖ­ες σχέσεις, οἱ ἐξωσυζυγικὲς ἐπα­φὲς καὶ τὸ δι­αζύγιο –ἄγνωστο στοὺς προ­γόνους μας– τορπιλλίζουν τὸν γάμο. Χιλιάδες τὰ διαζύγια, ἡ οἰ­κογένεια διαλύεται. Ἡ ἄλλη ἡ ἐντολὴ τί λέει;
 «Μὴ φονεύσῃς». Ἡ ζωὴ εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ποιός μπορεῖ νὰ κάνῃ ζωή; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν οὔτε ἕνα μυρμηγκάκι. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φτειάξῃς, μὴν τὸ καταστρέφεις. Κι αὐ­τὴ ἡ ἐν­­τολὴ καταπατήθηκε. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας θὰ μεί­νῃ ὡς αἰώνας αἵματος. Μέσα σ᾽ αὐ­τὸν ἔγιναν δύο παγκόσμιοι πόλε­μοι (1914-1918 καὶ 1939-1945) καὶ σκο­­τώθηκαν περίπου ἑ­κατὸ ἑκατομ­μύρια ἄνθρωποι. Τὸ αἷμα ἔγινε ποτάμι, Ἁλιάκμονας, Ἀξιός. Ἐκπληρώθηκε ἡ προ­φητεία ποὺ ἔλεγε, ὅτι τὸ αἷμα ποὺ θὰ χυθῇ θά ᾽νε τόσο, ὥσ­τε θὰ κολυμ­ποῦν τὰ ἄ­λογα κ᾽ ἡ στά­θμη θὰ φτά­νῃ ὣς τὰ χα­λινάρια (Ἀπ. 14,20). Ἐμεῖς, θὰ πῇς, δὲ σκοτώσαμε· εἴ­μαστε φιλήσυχοι ἄνθρωποι… Τί λέ­νε ὅμως τὰ χαρτιά, τὰ ἰατρεῖα, οἱ στατιστικές; 400.000 παιδιὰ τὸ ἔτος σκοτώνονται μὲ τὶς ἐκτρώσεις πρὶν γεννηθοῦν, μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας. Δολοφόνοι, ποὺ ἔρχεστε στὴν ἐκ­κλησία! Ὅλη ἡ γενεά μας εἴμαστε ἔ­νοχοι γιὰ τὸ φοβερὸ αὐτὸ ἁμάρτημα. Τί ἔ­φται­ξε τὸ μικρὸ ἐκεῖνο παιδί, τ᾽ ἀθῷο ἀγγελούδι;
⃝ Ἡ ἄλλη ἐντολή. «Μὴ κλέψῃς», μὴν πειράξῃς ξένο πρᾶγμα, εἶνε φωτιὰ καὶ θὰ σὲ κάψῃ. Στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο δὲν ὑ­πῆρχαν ἀγροφύλακες· δὲν πείραζε κανεὶς τίπο­τε, τόση ἀσφά­λεια ὑπῆρχε. Τώρα; Ἰδίως ἐ­μεῖς οἱ Ἕλληνες, σβή­σαμε τὸ «Μὴ κλέ­ψῃς» καὶ γράψαμε ἄλλη ἐντολή, «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾿χῃς»! Καὶ ποιός δὲν κλέβει, ἀπ᾽ τὸ μικρότερο ὣς τὸ μεγαλύτερο. Ἔγινε ἡ ἁγία πατρίδα μας χώρα ἀπατεώνων· καὶ χρεωκοπήσαμε, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι.
⃝ Τί ἄλλο λέει τὸ εὐαγγέλιο; «Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς», μὴν πῇς ψέματα. Ὁ Χριστὸς εἶ­νε ἡ ἀ­λήθεια, ὁ σατανᾶς τὸ ψέμα. Κ᾽ ἐ­μεῖς τί κάνου­με· ὄχι μόνο μεταξύ μας ψευδόμεθα, ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸ δικαστήριο ἁπλώνουμε βρωμερὰ χέρια στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ψευδορκοῦμε. Καὶ ἀθῷοι εἶνε μέσ᾿ στὶς φυλακὲς, καὶ κακοῦρ­γοι ἔξω ἐλεύθεροι. Γέμισε ὁ κόσμος ψέμα.
⃝ Καὶ τὸ τελευταῖο. «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Τί εἶνε ὁ πατέρας; μικρὸς θεός· τί εἶνε ἡ μάνα; Παναγιὰ εἶνε. Τίποτα κ᾽ ἐ­δῶ! Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα κ᾽ ἔ­κλαι­γε. Θὰ πεθάνω, μοῦ λέει, δὲν ὑποφέρω· κοπί­α­σα γιὰ τὸ παιδί μου, μόχθησα νὰ τὸ μορφώσω, νὰ τὸ σπουδάσω, καὶ τώρα μὲ βρίζει· δὲ θέλω νὰ ζῶ… Χειρότεροι ἀπὸ τὰ κτήνη οἱ ἄν­θρωποι· περισσότερη στοργὴ ἔχουν ἐκεῖνα.
Βλέπετε λοιπόν. Ὁ Χριστὸς εἶπε· Θέλεις νὰ δῇς τὸν παράδεισο; Νά τὸ κλειδί· νὰ ἐκ­τελῇς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν τὶς ἐκτελοῦμε.

* * *

Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, δῶστε μου μιὰ χώ­ρα ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ πορνεία καὶ μοιχεία, φόνος καὶ κλοπή, ψέμα καὶ ἀστοργία· θά ᾿νε ἡ πιὸ εὐτυχισμένη χώρα τοῦ κόσμου.
Δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Θεέ μου, συχώρε­σε κ᾽ ἐλέησέ μας. Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἀλ­λὰ δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνου­με, τὸ ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Ἕνας δὲν μετανοεῖ· ὁ σατανᾶς. Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μετανοήσου­με. Μὴ καταδικαστοῦμε γιὰ ἀμετανοησία. Ἂς τρέξουμε στὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι. Ἂς μετανοήσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, γιὰ νὰ βροῦ­με ἔλεος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυν­ταίου 26-11-1989)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

σταλαγματιες απο την παραδοση

αποψεις...