Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020
Ἡ ἐποποιΐα τοῦ Μπιζανίου - ἐφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» 29/1/1913

Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Οἱ τραυματίαι τῆς Ἠπείρου ἀφηγοῦνται διὰ τὴν ζωήν των εἰς τὸ στρατόπεδον:
Τὴν ἡμέραν, ὅσοι εὑρίσκονται εἰς τὰς προφυλακὰς, μένουν διαρκῶς κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὰ προχώματα. Οὔτε σηκώνονται ἐπάνω, οὔτε κυκλοφοροῦν διόλου. Οἱ ἄλλοι εὑρίσκονται πίσω ἀπὸ ὑψώματα.
Τὴν νύκτα γίνονται ἀλλαγαὶ τῶν προφυλακῶν, διανέμεται συσσίτιον καὶ ἐκτελοῦνται ἐν γένει ὅλαι αἱ ὑπηρεσίαι , τῶν ὁποίων ἡ ἐκτέλεσις εἶνε ἀδύνατος τὴν ἡμέραν, ἐπειδἠ οἱ ἄνδρες εἶνε ὁρατοὶ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸν.
Ἡ ζωή τῶν προφυλακῶν ἔχει τροποποιειθεί ὥστε να αγρυπνοῦν τὴν νύκτα καὶ νὰ κοιμοῦνται τὴν ἡμέραν. Ἐκτὸς παρατηρητῶν ἐν ὑπηρεσία τὴν ἡμέραν οἱ λοιποὶ κοιμοῦνται.
Ο ΥΠΝΟΣ
Εἰς τὰς ἐρωτήσεις μας οἱ διὰ τὸν τρόπον τοῦ ὕπνου των οἱ τραυματίαι ἀπαντοῦν :
-Πέρα εἰς τὴν γραμμὴν τὰ πράγματα εἶνε διαφορετικά. Ἐκεῖ ὅμως κοιμῶνται μὲ τὰ ἀντίσκηνα καὶ τὶς κουβέρτες ὡς στέγην. Βοηθοῦν καὶ τὰ πουρνάρια καὶ αἱ πέτρες, μὲ τὰς ὁποίας περιστοιχίζομεν τὰ μἐρη ὅπου μένομεν. Ὅταν βρέχῃ, τότε τὸ πράγμα εἶνε ἐνοχλητικόν. Ἐπίσης ὅταν χιονίζῃ. Ἐπανειλημμένως τὸ χιόνι εἶχε σκεπάσει καὶ μᾶς καὶ τὰ ἀντίσκηνα μας καὶ ὅλα. Εἶνε κάπως κουραστικὸν ἀκόμη καὶ τὸ νὰ μένῃ κανεὶς πίσω ἀπὸ τὸ χαράκωμά του ἀκίνητος. Τὸ πρᾶγμα εἶνε περισσότερον ὑποφερτόν, ὅταν μένωμεν σὲ προχώματα, Τουρκικὰ πρὶν, τὰ ὁποῖα καταλαμβάνομεν. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν φροντίσει ἀπὸ καιρὸν νὰ τὰ φτιάσουν ἀρκετὰ ἀναπαυτικά. Εἶνε σκαμμένα βαθύτατα, ὥστε κατορθώνει κανεὶς νὰ στέκεται μέσα ὄρθιος καὶ νὰ πυροβολῇ.
ΠΩΣ ΤΡΕΦΟΝΤΑΙ
- Ἀπὸ ἀπόψεως διατροφῆς πῶς περνᾶτε ; ἐρωτῶμεν τοὺς τραυματίας.
Οἱ τραυματίαι τῆς Ἠπείρου ἀφηγοῦνται διὰ τὴν ζωήν των εἰς τὸ στρατόπεδον:
Τὴν ἡμέραν, ὅσοι εὑρίσκονται εἰς τὰς προφυλακὰς, μένουν διαρκῶς κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὰ προχώματα. Οὔτε σηκώνονται ἐπάνω, οὔτε κυκλοφοροῦν διόλου. Οἱ ἄλλοι εὑρίσκονται πίσω ἀπὸ ὑψώματα.
Τὴν νύκτα γίνονται ἀλλαγαὶ τῶν προφυλακῶν, διανέμεται συσσίτιον καὶ ἐκτελοῦνται ἐν γένει ὅλαι αἱ ὑπηρεσίαι , τῶν ὁποίων ἡ ἐκτέλεσις εἶνε ἀδύνατος τὴν ἡμέραν, ἐπειδἠ οἱ ἄνδρες εἶνε ὁρατοὶ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸν.
Ἡ ζωή τῶν προφυλακῶν ἔχει τροποποιειθεί ὥστε να αγρυπνοῦν τὴν νύκτα καὶ νὰ κοιμοῦνται τὴν ἡμέραν. Ἐκτὸς παρατηρητῶν ἐν ὑπηρεσία τὴν ἡμέραν οἱ λοιποὶ κοιμοῦνται.
Ο ΥΠΝΟΣ
Εἰς τὰς ἐρωτήσεις μας οἱ διὰ τὸν τρόπον τοῦ ὕπνου των οἱ τραυματίαι ἀπαντοῦν :
-Πέρα εἰς τὴν γραμμὴν τὰ πράγματα εἶνε διαφορετικά. Ἐκεῖ ὅμως κοιμῶνται μὲ τὰ ἀντίσκηνα καὶ τὶς κουβέρτες ὡς στέγην. Βοηθοῦν καὶ τὰ πουρνάρια καὶ αἱ πέτρες, μὲ τὰς ὁποίας περιστοιχίζομεν τὰ μἐρη ὅπου μένομεν. Ὅταν βρέχῃ, τότε τὸ πράγμα εἶνε ἐνοχλητικόν. Ἐπίσης ὅταν χιονίζῃ. Ἐπανειλημμένως τὸ χιόνι εἶχε σκεπάσει καὶ μᾶς καὶ τὰ ἀντίσκηνα μας καὶ ὅλα. Εἶνε κάπως κουραστικὸν ἀκόμη καὶ τὸ νὰ μένῃ κανεὶς πίσω ἀπὸ τὸ χαράκωμά του ἀκίνητος. Τὸ πρᾶγμα εἶνε περισσότερον ὑποφερτόν, ὅταν μένωμεν σὲ προχώματα, Τουρκικὰ πρὶν, τὰ ὁποῖα καταλαμβάνομεν. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν φροντίσει ἀπὸ καιρὸν νὰ τὰ φτιάσουν ἀρκετὰ ἀναπαυτικά. Εἶνε σκαμμένα βαθύτατα, ὥστε κατορθώνει κανεὶς νὰ στέκεται μέσα ὄρθιος καὶ νὰ πυροβολῇ.
ΠΩΣ ΤΡΕΦΟΝΤΑΙ
- Ἀπὸ ἀπόψεως διατροφῆς πῶς περνᾶτε ; ἐρωτῶμεν τοὺς τραυματίας.
Τά πήραμε τά Γιάννενα
Τα πή… μάνα μ’ τα πήραμε τα Γιάννενα,
τα πήραμε τα Γιάννενα μάτια πολλά το λένε
όπου γελούν και κλαίνε.
Το λέν’ μάνα μ’ το λέν’ οι κούκοι στα βουνά,
το λέν’ οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια
και οι πέρδικες στα πλάγια.
Το λέει μάνα μ’ το λέει κι ο πετροκότσιφας,
το λέει κι πετροκότσιφας σ’ ένα χλωρό κλαράκι
σ’ ένα χλωρό κλαράκι.
Το λέν’ μάνα μ’ το λένε και οι Γιαννιώτισσες,
το λένε και οι Γιαννιώτισσες που ζούσαν σκλαβωμένες
χρόνια πολλά οι καημένες.
Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020
Ἡ Ἁγία Φιλοθέη Ἡ Πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν

Ἡ ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονιοὺς ἄρχοντες, μοναχοπαίδι τοῦ Ἀγγέλου Μπενιζέλου καὶ τῆς Συρίγας. Φιλοθέη ὀνομάσθηκε ὅταν ἔγινε καλογρηά, ἀλλὰ τὸ πρῶτο ὄνομά της ἦταν Ρεβούλα. Ἡ μητέρα της ἤτανε στείρα καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει τέκνο, καὶ μία νύχτα εἶδε πὼς βγῆκε ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ πὼς μπῆκε στὴν κοιλιά της. Κι᾿ ἀληθινά, τὸ φῶς ἐκεῖνο ἤτανε ἡ ἁγιασμένη ψυχ;h τῆς κόρης ποὺ γέννησε σ᾿ ἐννιὰ μῆνες. Ἀπὸ μικρὴ φανέρωνε μὲ τὰ φερσίματα καὶ μὲ τὰ αἰσθήματά της ποιὰ θὰ γινότανε ὑστερώτερα, στολισμένη μὲ κάθε λογῆς ἀρετή. Στὴν εὐσέβεια εἶχε γιὰ ὁδηγό της τὴν ἴδια τὴ μητέρα της ποὺ ἤτανε εὐλαβέστατη.
Φτάνοντας σὲ ἡλικία δώδεκα χρονῶν τὴ ζήτησε γιὰ γυναίκα κάποιος ἄρχοντας τοῦ τόπου, μὰ ἡ κόρη δὲν ἤθελε νὰ παντρευθεῖ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ γονιοί της τὴν παρακαλούσανε, ἡ τρυφερὴ ψυχή της δὲν βάσταξε νὰ τοὺς λυπήσει καὶ νὰ τοὺς παρακούσει καὶ στὸ τέλος παραδέχθηκε νὰ πανδρευθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο ἄνθρωπο, ποὺ ἤτανε ὅμως πολὺ φτωχὸς στὴν ψυχή, διεστραμμένος καὶ κακός. Τρία χρόνια ἔζησε μαζί του ἡ Ρεβούλα κάνοντας ὑπομονὴ στὰ ἀπότομα φερσίματά του, ὡς ποὺ ὁ ἄνδρας της πέθανε κι᾿ ἀπόμεινε χήρα. Οἱ γονιοί της θελήσανε νὰ τὴν ξαναπανδρέψουνε, μὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε καθαρὰ πὼς ἔταξε νὰ γίνει καλόγρηα.
Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί της, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χήρεψε, δόθηκε ἐλεύθερα στὴν ἄσκηση, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρύπνιες καὶ ἐλεημοσύνες. Κατήχησε τὶς ὑπηρέτριές της καὶ τὶς ἔκανε δοχεῖα τοῦ Πνεύματος. Κατὰ θέλημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο της,
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020
Ομιλία εις την Κυριακήν του Ασώτου Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Ιδού ευαγγέλιο που αφορά στο νού και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμένη για την αιωνιότητα.
Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.
Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα;
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου Λουκᾶ ιε΄ 11-35

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020
Ἅγιος Χαράλαμπος
Ο ιερεύς της Μαγνησίας
Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυς και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Η Μαγνησία αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε στη Θεσσαλία. Τα ερείπιά της σώζονται ακόμη κοντά στο χωριό που λέγεται «Μηλιές». Είχε το ευτύχημα να γεννηθή από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστι τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών.
Στην Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Εκεί σαν νέος, ήτανε φωτεινό παράδειγμα συνετής ζωής. Αργότερα η πίστις του στο Χριστό έγινε πιο φλογερή και η επιθυμία του να βοηθήση τους Χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες, να σωθούνε, πιο μεγάλη. Δεν μπορούσε να ησυχάση, όταν σκεπτότανε, ότι υπάρχουν άνθρωποι μακρυά από το Χριστό, που δεν ξέρουν ποιος είναι ο προορισμός τους και γιατί ζουν εδώ στη γη.
Είναι κρίμα, έλεγε, είναι τρομερό, είναι αδιανόητο να ζούνε οι άνθρωποι στην πλάνη της ειδωλολατρείας και να πάνε κατόπιν στην Κόλασι.
Αφιερώθηκε, λοιπόν, εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από την θέσι του τώρα αυτή, από το θείο αυτό αξίωμα της Ιερωσύνης, ανέλαβε τον μεγάλον αγώνα, αφ’ ενός ν’ ανοίξη τα μάτια του κόσμου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)