
Ὁσίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
…Γιατί τώρα οἱ δοκιμασίες καὶ οἱ πειρασμοὶ συνδέονται μὲ τὸν αὐτoέλεγχο; Ἐπειδὴ κάθε δοκιμασία ξεσκεπάζει τὰ λάθη, ποὺ εἶναι κρυμμένα στὴν καρδιὰ καὶ τὰ ἐνεργοποιεῖ.
Ὡσότου ἔρθει ἡ δοκιμασία, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ψευδαίσθηση πὼς εἶναι ἤρεμος, γαλήνιος. Μόλις φτάσει ἡ δοκιμασία ὅμως, τὰ πάθη ποὺ ὡς ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἀγνοοῦσε, ξεσηκώνονται, φανερώνονται. Αὐτὸ γίνεται κυρίως μὲ τὰ πάθη τοῦ θυμοῦ, τῆς θλίψης, τῆς ἀπόγνωσης, τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Τὸ ὅτι ἀποκαλύπτονται τὰ πάθη ποὺ φωλιάζουν κρυφὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο, εἶναι
π. Δημητρίου Μπόκου
«Χαίρε δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα»
Οι Χαιρετισμοί είναι ένας μεγαλόπνοος ύμνος προς την Παναγία.
Την υμνούμε με τα λαμπρότερα λόγια της ανθρώπινης γλώσσας για την ανεπανάληπτη ωραιότητα που περιβάλλει την υπέροχη μορφή της.
Ανάμεσα στα πολλά εγκώμια, που ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου απευθύνει στο πρόσωπό της, είναι και ο στίχος: «Χαίρε δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα».
Η Παναγία είναι ο μεγάλος πρέσβυς μας μπρος στον Θεό. Η
πρεσβεία της για τον κόσμο είναι αδιάκοπη. Και ευχαρίστως ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Σαν το ευωδιαστό θυμίαμα. Γιατί ο Θεός δέχεται τόσο ευχάριστα την πρεσβεία της Παναγίας;
Αναφέρεται πως ο σοφός Σολομώντας, βασιλιάς του Ισραήλ, με τον μοναδικό πλούτο και τη δύναμη που είχε αποκτήσει, έστησε για τον εαυτό του στο παλάτι του ένα χρυσό και ψηλό θρόνο. Γύρω απ’ αυτόν δορυφορούσαν οι φρουροί του. Όποιος ήθελε να μιλήσει στον βασιλιά, είχε δικαίωμα να πλησιάσει μόνο μέχρι τα έξι μέτρα από τον θρόνο. Όχι περισσότερο. Μια μέρα μπαίνει αναπάντεχα στην αίθουσα του θρόνου η μητέρα του. Όπως ήταν καθιερωμένο, στέκεται στα έξι μέτρα απ’ τον βασιλιά και αρχίζει να τον παρακαλεί για κάποιο ζήτημα. Τότε ο Σολομώντας σηκώνεται αμέσως από τον θρόνο του και την καλεί να πλησιάσει κοντά του.
- Εσύ είσαι η μάνα μου, της λέγει,
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων διδάσκαλε,· ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
π. Δημητρίου Μπόκου