Του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ωραῖο, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ θέαμα τῆς ὑπαίθρου τὶς μέρες αὐτὲς τοῦ φθινοπώρου. Ἀρχίζει μάχη γιὰ τὴ σπορά.Χαρὰ Θεοῦ!
Οἱ γεωργοὶ κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ πιάνουν δουλειά, γιὰ νὰ πέσῃ ὁ σπόρος στὴ γῆ. Ἐμπιστεύονται τὶς ἐλπίδες τους στὸν Κύριο. Ἀλλ᾿ ἂν εἶνε ὡραῖο στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τὸ θέαμα τῆς σπορᾶς στοὺς ἀγρούς, ἀσυγκρίτως ὡραιότερο στὰ μάτια τῶν ἀγγέλων εἶνε τὸ θέαμα μιᾶς ἄλλης σπορᾶς, σπορᾶς πνευματικῆς, ποὺ γίνεται στὶς ψυχές. Σπέρνει συνεχῶς ὁ Κύριος· σπόρος ἡ ἀλήθεια του, γῆ οἱ καρδιές μας.
Ἑκατομμύρια ἀντίτυπα τῆς ἁγίας Γραφῆς τυπώνονται καὶ κυκλοφοροῦν. Χιλιάδες κήρυκες κηρύττουν. Καὶ τώρα, ποὺ τελειοποιήθηκαν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας καὶ ἐνημερώσεως, καὶ διὰ τῶν αἰθέρων μεταδίδεται ἡ φωνὴ τοῦ κηρύγματος παντοῦ. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάτι λυπηρό. Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια, ποὺ ἀκοῦνε τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἐλάχιστοι εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ τὸ πιστεύουν καὶ τὸ ἐφαρμόζουν. Οἱ ἄλλοι; Εἶνε ἄκαρποι, ὅπως λέει ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως. Ἀλλὰ ποιά εἶνε ἡ αἰτία τῆς ἀκαρπίας αὐτῶν τῶν ψυχῶν; Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ· οἱ ἴδιοι!
Ἀπ᾽ αὐτοὺς ἄλλοι μὲν μοιάζουν μὲ πατημένοδρόμο, ἄλλοι μὲ πετρῶδες ἔδαφος, καὶ ἄλλοι μὲ ἀκανθοφόρο γῆ. Ἂς δοῦμε ὅμως κάπως λεπτομερέστερα τὴν ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς.
Ἡ πρώτη αἰτία, ἀγαπητοί μου, ποὺ δὲν καρποφορεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι
Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς
Βγήκε ο Κύριος να σπείρει τον σπόρο του. Πού; Στις καρδιές των ανθρώπων γιατί αυτές είναι τα χωράφια που δέχονται τα πνευματικά σπέρματα. Από αυτές άλλες μοιάζουν με δρόμο, καταπατημένες κατά κάποιο τρόπο και καταπιεσμένες από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη και από τους επόπτες αυτών, τους πονηρότατους δαίμονες, άλλες μοιάζουν με πετρώδη γη, όσες από μικροψυχία και πώρωση δεν μπορούν να συγκρατήσουν μέχρι το τέλος τα σπέρματα της διδασκαλίας και να καρποφορήσουν με αυτά καρπούς προς αιώνια ζωή, και άλλες μοιάζουν με γεμάτο από αγκάθια έδαφος, επειδή το ενδιαφέρον τους συγκεντρώνεται στα κτήματα και τον πλούτο και τις πρόσκαιρες απολαύσεις και στα προερχόμενα από αυτές.
Καθώς λοιπόν παρατηρούνται πολλές διαφορές στις καρδιές τών ανθρώπων, «βγήκε» λέγει, «ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του· και καθώς έσπερνε, άλλος έπεσε στο δρόμο και καταπατήθηκε και το κατέφαγαν τα πετούμενα του ουρανού».
Ένα μέρος λοιπόν, λέγει, ότι έπεσε στο δρόμο, δηλαδή σε
π. Δ. Μπόκου
Σύσσωμη ἡ μικρὴ πόλη τῆς Ναῒν συμμετέχει στὸ βαρύτατο πένθος τῆς χήρας ποὺ «ἐξοδιάζει» τὸν μονογενῆ της υἱό, προπέμποντάς τον ἀπαρηγόρητη στὴν τελευταία του κατοικία. Τὸ δράμα της κινεῖ καὶ τὰ σπλάχνα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπεμβαίνει ἀπρόσκλητος καὶ ἀνασταίνει τὸ νεκρὸ παιδί, ξαναχαρίζοντας στὴ μάνα τὴ μοναδική της παραμυθία. Τὸ
πλῆθος συνειδητοποιεῖ ὅτι κάτι μεγάλο συντελεῖται μπροστά του. Ὅτι ἐπισκέφθηκε ὁ Θεὸς τὸν λαό του (Κυριακὴ Γ ́ Λουκᾶ).
Τὸ γεγονὸς τῆς Ναῒν ἦταν τὸ πρῶτο δεῖγμα γιὰ τὸ τί σήμαινε ἡ θεϊκὴ ἐπίσκεψη στὸν κόσμο. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτελοῦσε μιὰ παντελῶς ξένη ἰδέα γιὰ τὸν προχριστιανικὸ ἄνθρωπο. Ἦταν ἡ σταθερή, ἂν καὶ ἀμυδρή, προμηθεϊκὴ ἐλπίδα καὶ προσδοκία γιὰ τὴ σωτηρία του. Στὴ σκέψη του ἦταν οἰκεῖο τὸ πρωτευαγγελικὸ μήνυμα γιὰ τὸν θεϊκὸ ἀπόγονο τῆς γυναικὸς ποὺ θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως.
Ἔτσι, στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας οἱ κάτοικοι, βλέποντας τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία ἑνὸς χωλοῦ ἐκ γενετῆς,