Ο καλός Σαμαρείτης (στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Η΄ Λουκά) είναι ο Χριστός.
Κατέρχεται από την Άνω Ιερουσαλήμ, διότι ευδόκησε «ουκ εκ Σαμαρείας, αλλ’ εκ Μαρίας σαρκωθήναι». Έρχεται στην Ιεριχώ, στη γη του βασανισμού και του πόνου, όπου βρίσκεται ημιθανής ο άνθρωπος, «δεινώς πληγωθείς» από τους νοητούς ληστές-δαίμονες, που έχουν συλήσει τον νου του. Έχει χάσει πλέον ο άνθρωπος τη δυνατότητα να σκέπτεται και να βαδίζει ορθά. Κείται «γυμνός αρετών εν τη του βίου οδώ». Ολόκληρος, ψυχή και σώμα, είναι μια μεγάλη πληγή. «Μέγα τραύμα ο άνθρωπος». Δεν μπορεί να τον βοηθήσει, «διά το ανίατον», ούτε ο ιερεύς ούτε ο λευΐτης. Ούτε άνθρωπος ούτε άγγελος. Μόνο ο Θεός γίνεται αυτεπάγγελτος βοηθός του, χρησιμοποιώντας δύο μόνο, αλλά αναγκαιότατα πράγματα για τη
θεραπεία του: «Έλαιον και οίνον». Το πρώτο υποδηλοί την αγάπη, την απέραντη ευσπλαχνία που έφερε τον Θεό από τον ουρανό στη γη. Το δεύτερο συμβολίζει το ζωοποιό και πανάχραντο αίμα του, που από τον σταυρό έρρευσε στην καρδιά του πληγωμένου από την αμαρτία ανθρώπου.
Απ’ το πανάρχαιο βαθύ παρελθόν ο φιλάνθρωπος Κύριος