(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
– Άγιέ μου Γιάννη, του λέω -εννοεί τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο- πολύς κόσμος έρχεται στη χάρη σου. Του λέω, Άι Γιάννη, Άι Γιάννη μου, γιατί είναι φίλος μου πριν είκοσι χρόνια.
– Αχ, πάτερ μου, λέει, πολύς κόσμος έρχεται στη χάρη μου, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου, οι πιστοί είναι πολύ λίγοι.
[Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης προς προσκυνητές]: Όχι όπως εσείς που ήρθατε στον Άγιο, κι είστε ευσεβείς άνθρωποι. Είναι ζωντανή η χάρις των Αγίων, παιδιά μου.
– Τι να σου πω, πάτερ μου, μου λέει ο Άγιος Ιωάννης. Νομίζουν ότι κοιμάμαι στη λάρνακα μέσα, αλλά εγώ είμαι ζωντανός. Όλους τους βλέπω, όλους τους ακούω τι λένε και φεύγω πολλές φορές από τη λάρνακα και τρέχω να βοηθήσω τους ανθρώπους που ζητούν τη βοήθειά μου. Αυτοί δεν με βλέπουν, δεν μ’ ακούνε, εγώ όμως τους βλέπω, τους ακούω τι λένε, και γυρίζω πάλι εδώ μέσα στη λάρνακά μου.
[Άγιος Ιάκωβος προς προσκυνητές]: Παιδιά, με συγχωρείτε, είναι ζωντανή η χάρις των Αγίων μας και εσείς που είστε δάσκαλοι και καλά παιδιά να’ χετε πίστη παιδιά μου. Ο Άγιος Ιωάννης βγαίνει από τη λάρνακά του και όποιος τον καλεί για βοήθεια τον ευλογεί, τον βοηθάει. Εκεί ήταν και μία γνωστή μας γυναίκα, που ήταν βλάσφημη και καταριόταν και τα παιδιά της και δεν της πήγαινε τίποτα στο σπίτι της καλά, δεν είχαν ψωμί να φάνε. Όταν τη βλέπει ο Άγιος Ιωάννης λέει: «Αυτή η βλάσφημη, αυτή που καταράται» και γύρισε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Η κατάρα, παιδιά μου,