Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025
Όχι λόγια.Να ζούμε την πίστη. Ζούμε γιατί πιστεύουμε και πιστεύουμε για να ζήσουμε
Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου
Άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» στις 15 Αυγούστου 1887.
Μία των γλυκυτέρων και συμπαθεστέρων εορτών του χριστιανικού κόσμου είναι και η Κοίμησις της υπεραγίας Θεοτόκου, ην σήμερον εορτάζει η Εκκλησία. Ευθύς από των πρώτων μ.Χ. αιώνων, έξοχος υπήρξεν η τιμή και ευλάβεια, ην απένεμον οι χριστιανοί προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η σημερινή εορτή είναι η κατ’ εξοχήν μνήμη της Θεοτόκου, άτε την Κοίμησιν αυτής υπόθεσιν έχουσα.
Η Κοίμησις αύτη συνέβη, κατά την ευσεβή παράδοσιν, τη 15 Αυγούστου, αλλά προϊόντος του χρόνου, συν τη καλλιεργεία και αναπτύξει του χριστιανικού πνεύματος, ετάχθη η προηγουμένη της ημέρας ταύτης δεκατετραήμερος εγκράτεια, προς τιμήν της υπεράγνου Θεομήτορος και αυτή γινομένη. Αγομένης της νηστείας ταύτης, ψάλλονται εν τοις ιεροίς ναοίς εναλλάξ καθ’ εκάστην, οι δύο μελωδικώτατοι Παρακλητικοί Κανόνες, η Μεγάλη λεγομένη παράκλησις και η Μικρά. Και αύτη μεν επιγράφεται «ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχού, η Θεοφάνους», και πιθανώτατον, ότι είναι του Θεοφάνους μάλλον, διότι πράγματι φαίνεται έργον δοκιμωτάτου ποιητού, η δε Μεγάλη παράκλησις είναι ποίημα του βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως. Εξόριστος από της βασιλευούσης, αλωθείσης υπό των Λατίνων, ο ατυχής εκείνος βασιλεύς, ευγλώττως εκχέει τα παράπονά του προς την μόνην πολιούχον αυτής και προστάτιδα: «Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή; που προστρέξω λοιπόν και σωθήσομαι; Που πορευθώ;. . . Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι, και επί σε θαρρών κατέφυγον».
Περί το τέλος του Μεγάλου Παρακλητικού κανόνος ψάλλονται και τα κατανυκτικώτατα εκείνα εξαποστειλάρια. Το πρώτον, ως εκ μέρους της Θεοτόκου, αρχαιοπρεπές και απέριττον, έχει ώδε: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα». Το τρίτον, ικεσία εκ μέρους των πιστών, είναι περιπαθέστατον: «Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν,
Ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία
– Πέστε μας, Γέροντα, κάτι γιὰ τὴν Παναγία.
– Τί νὰ σᾶς πῶ; Μὲ φέρνετε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Γιὰ νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ τὴν Παναγία, πρέπει νὰ Τὴν ζήση.
– Γέροντα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας ἔχει δύναμη πνευματική, ὅπως τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ;
– Ναί. Ὅποιος ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία, ἀκούει τὸ ὄνομά Της καὶ ἀλλοιώνεται. Ἤ, ἂν τὸ βρῆ κάπου γραμμένο, τὸ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια καὶ σκιρτάει ἡ καρδιά του. Μπορεῖ νὰ κάνη ὁλόκληρη Ἀκολουθία μὲ ἕναν συνεχῆ ἀσπασμὸ στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας. Καὶ ὅταν προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα Της, δὲν ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι εἰκόνα, ἀλλὰ
Τήν ζωήν ἡ κυήσασα πρός ζωήν μεταβέβηκας
«Εσύ που κυοφόρησες την Ζωή των Απάντων (τον Χριστό), έκανες την μετάβαση προς την αθάνατη ζωή, ενώ γύρω γύρω σου βρίσκονταν ως δορυφόροι σου οι Άγγελοι, οι Αρχές, οι Δυνάμεις, οι Απόστολοι, οι Προφήτες και όλη ανεξαιρέτως η κτίση, και δεχόταν στις αθάνατες παλάμες του την ακηλίδωτη ψυχή σου ο Υιός σου, Μητέρα και Παρθένε, Νύμφη του Θεού»
«Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θέλησε να παραλάβει προς Αυτόν την Μητέρα Του, απέστειλε έναν άγγελο, τρεις ημέρες πριν, για να της αναγγείλει την είδηση. Η Παναγία, ακούγοντας το νέο, μετέβη στο όρος των Ελαιών, όπως συνήθιζε, για να προσευχηθεί. Τα δέντρα τότε έκλιναν τα κλαδιά τους, προσκυνώντας και αποδίδοντας σέβας και τιμή στην Κυρία του κόσμου, σαν δούλοι που διέθεταν λογικό. Η Παναγία επέστρεψε, κατόπιν, στο σπίτι της. Ετοίμασε το νεκρικό κρεβάτι της. Φώναξε τις γειτόνισσες και έδωσε σε αυτές ένα κλαδί φοινικιάς, σύμβολο νίκης και αφθαρσίας, που της είχε παραδώσει ο άγγελος. Έδωσε ακόμη παραγγελία να δώσουν τα δύο φορέματά της σε δύο φτωχές χήρες, που ήταν συντρόφισσες και φίλες της. Μία βροντή ακούστηκε και πάνω στα σύννεφα ήρθαν στο σπίτι οι δώδεκα Απόστολοι από τα πέρατα της γης. Μαζί τους και οι άγιοι Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο άγιος Ιερόθεος και ο απόστολος Τιμόθεος. Όλοι ήταν λυπημένοι, αλλά η Παναγία τους παρηγόρησε. Ήρθε εκείνη τη στιγμή και ο απόστολος Παύλος και προσκύνησε την Παναγία παίρνοντας την ευχή της. Η Παναγία τους αποχαιρέτησε και προσευχόμενη έφυγε από αυτόν τον κόσμο χωρίς πόνους και λύπες, όπως ανώδυνος ήταν και ο τοκετός της.
Ο απόστολος Πέτρος
Η συνάντηση του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου με την Παναγία
Ο Άγιος Διονύσιος ο αρεοπαγίτης , βαπτίσθηκε Χριστιανός με την οικογένειά του κατά το έτος 52 μ.Χ. Τρία χρόνια αργότερα , αφού έμαθε ότι ζει στα Ιεροσόλυμα η Μήτηρ Του Κυρίου , λαχτάρισε να τη δεί .
Πήγε λοιπόν στα Ιεροσόλυμα και τον οδήγησαν στο σπίτι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου όπου ζούσε η Υπεραγία Θεοτόκος μετά τη Σταύρωση Του Χριστού .
Γράφει σχετικά με την επίσκεψη αυτή σε μίαν επιστολή του προς τον Απόστολο Παύλο:
<< Δεν πίστευα- το ομολογώ ενώπιον του Κυρίου, ω θαυμαστέ οδηγέ και ποιμένα μας – ότι εκτός από τον ύψιστο Θεό ήταν δυνατό να υπάρχει οποιοδήποτε πρόσωπο που να είναι γεμάτο από θεία δύναμη και θεία χάρη.
Όμως , κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί αυτό που είδα και κατάλαβα όχι μόνο με τα ψυχικά μου μάτια αλλά και με τα σωματικά .
Είδα λοιπόν, με τα μάτια μου τη Θεόμορφη και Αγιότερη απ΄όλα τα ουράνια πνεύματα Μητέρα Του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Ήταν ένα δώρο της χάριτος Του Θεού, της συγκαταβατικότητας του κορυφαίου αποστόλου Ιωάννου, καθώς και της απέραντης καλοσύνης, ευσπλαχνίας και ευμένειας της ίδιας της Παρθένου.
Ομολογώ ξανά και ξανά μπροστά στον παντοδύναμο Θεό,
Ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς
Γεννᾶται μὲ τρόπο θαυμαστό, προσφέρεται νήπιο στὸν Ναό, τρέφεται ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀρχαγγέλου. Ὑπηρετεῖ τὸ ὕψιστο μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας μὲ τὴ συναίνεσή της νὰ σαρκωθεῖ μέσα της ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἀκολουθεῖ τὸν Υἱό της ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος τοῦ σωτηρίου ἔργου του, μέχρι τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Καὶ μὲ τρόπο ἀληθινὰ μεγαλειώδη διέρχεται τὴ φάση τοῦ θανάτου.
Καὶ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι μόνο ἀπ’ τὴ μεριὰ τοῦ Θεοῦ μυστήρια,
ἐπειδὴ ἀποτελοῦν δηλαδὴ θαυμαστὲς καὶ ὑπερφυεῖς ἐνέργειές του.
Ἀποτελοῦν καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Παρθένου μυστήρια. Εἶναι μυστήρια τῆς τελειότερης προσφορᾶς, ἀγάπης, ὑπακοῆς, ἐλευθερίας, ταπεινοφροσύνης, ἀφοσίωσης καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεό. Καὶ ὅπως σὲ ὅλα τὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ στὸν καιρὸ τῆς ἐκδημίας της ἡ Παναγία ἔδειξε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της στὸν Υἱό της, τὸ δὲ σῶμα στοὺς ἀποστόλους γιὰ νὰ ταφεῖ.
Ἂν καὶ ἀναδείχθηκε Μητέρα τῆς Ζωῆς, ὅμως, ἀπόγονος οὖσα τοῦ Ἀδάμ, ὑποκύπτει καὶ αὐτὴ στὸν θάνατο. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ γεννηθεῖ καὶ θὰ ζήσει χωρὶς νὰ περάσει καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της, χωρὶς καθόλου νὰ εἶναι ἀναγκασμένος, «ταφὴν ὑπέστη ἑκουσίως ὡς θνητός, πῶς τὴν ταφὴν ἀρνήσεται ἡ ἀπειρογάμως κυήσασα;» (ὠδὴ δ ́). Ἡ Μητέρα του τὸν μιμεῖται καὶ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ σ’ αὐτό. «Τὸν ἴσον ἡμῖν ἐκπεπλήρωκε νόμον τῆς φύσεως, εἰ καὶ μὴ καθ’ ἡμᾶς ἴσως, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμᾶς». Ἐκπληρώνει τὸν κοινὸ νόμο τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ πάλι ὄχι μὲ τὸν κοινὸ δικό μας τρόπο, ἀλλὰ μὲ τρόπο πάνω ἀπὸ μᾶς (ἅγ. Ἀνδρέας Κρήτης).
Ἔτσι τὸ πανάγιο σῶμα, ποὺ δέχθηκε μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ
Έλα ρε μάνα τώρα, που νηστεύουν τα σπουργίτια τον Δεκαπευνταύγουστο ...
...Κι όμως..
Ήταν ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι του Ιούνη του 2019 . Είπα να πάω να δω λίγο τη μάνα μου.
Την
είδα να κρατά ένα δισκάκι με δυο φέτες βρεγμένο ψωμί. Προχωρούσε αργά
με μικρά βήματα στην αυλή του σπιτιού μας . Απίθωσε με τρεμάμενα χέρια
το ψωμί στον φούρνο.
Μα τι έκανε ;
Απρόσμενα ένα σμήνος
σπουργίτια κατέβηκαν από το πουθενά κι άρχισαν χαρούμενα να τσιμπολογούν
τα βρεγμένα ψιχουλάκια . Τραγουδούσαν , πετάριζαν με τα μικρά τους
φτεράκια, χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί .
Ήταν ένα πανέμορφο θέαμα . Φιλονικούσαν , σπρώχνονταν να χωρέσουν στη στέγη του φούρνου , κελαηδούσαν μες την τρελή χαρά.
Ήταν τρισευτυχισμένα .
-Τα καημένα σχολίασε η γριά μάνα μου .
Εδώ και χρόνια , τα ταΐζω κάθε μεσημέρι .
Πεινούν κι αυτά .
Δεν βρίσκουν εύκολα φαγητό.
Κοίταξέ
τα για λίγα ψίχουλα πόση χαρά νιώθουν, άκου τι ωραία κελαηδούν ,
ευχαριστούν τον Θεό για το λιγοστό ψωμάκι , δοξολογούν τον Πλάστη τους …
Έμεινα άφωνη να τα κοιτάζω .
Την μάνα μου την καλόψυχη , την σπλαχνική , που συμπόνεσε ακόμη και τα σπουργίτια.
Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ
Σάββατο 9 Αυγούστου 2025
Πού είναι η πίστη σου; Ζωντανοί στην πίστη, έμπρακτοι στην αγάπη...