Εἶχα γνωρίσει ἕναν χριστιανὸ Ἀνατολίτη κοσμογυρισμένον, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, στὴ Λόντρα, στὸ Παρίσι, στὴ Ρώμη, στὴ Νέα Ὑόρκη.
«Ὅλες αὐτὲς οἱ μεγάλες πολιτεῖες, μοῦ ἔλεγε, εἶναι σπουδαῖες, μὰ σὰν τὴν Κωνσταντινόπολη δὲν ὑπάρχει ἄλλη στὴν οἰκουμένη, κι οὔτε βρίσκεται στὸν ντουνιὰ τέτοια ἐπίσημη ἀρχοντικιὰ καὶ βασιλικὴ πολιτεία».
Στὰ χρόνια τῶν Βυζαντινῶν «ἡ βασιλεύουσα Πόλις» θὰ εἶχε μιὰ... ἐξωτικὴ κι ἀλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τροῦλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στὴ βλογημένη αὐτὴ ἀφεντοπολιτεία.
Στὴ μέση στεκότανε, σὰν ἥλιος, ἡ Ἁγιὰ Σοφιά, καὶ γύρω της ἤτανε σκορπισμένες οἱ ἄλλες ἐκκλησίες μὲ τοὺς χρυσοὺς κουμπέδες, σφαῖρες οὐράνιες, ποὺ λὲς καὶ γυρίζανε γύρω στὸν ἥλιο.
Δὲν φαινόντανε πὼς ἤτανε κτίρια καμωμένα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὰν νὰ κατεβήκανε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σταθήκανε ἀπάνω στὴ γῆ.
Κι ἀπὸ μέσα ἤτανε καταστολισμένες μὲ ψηφιά,