Αυτά
τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, για πολλούς ανθρώπους δεν θα
είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε
θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση
να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται. Παρεκτός από τους
ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους
χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι
που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες
ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία
στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε τη χαρά στα
παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι τέτοιοι
κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι
μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο.
Ίσα-ίσα αυτές τις αγιασμένες μέρες που θα’πρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι συναμεταξύ τους, «να
π. Δημητρίου Μπόκου
Ὑποθετικὸ σενάριο: Φαντασμαγορικὴ γιορτὴ γενεθλίων στὸ
μεγάλο ἀρχοντικό.
Ἄντρες καὶ γυναῖκες, μὲ ἀκριβὰ κουστούμια καὶ φανταχτερὲς
τουαλέτες, μὲ λαμπερὰ κοσμήματα καὶ πολυτελέστατα δῶρα, οἱ καλεσμένοι ὅλοι, καταφθάνουν. Μὲ πλατιὰ χαμόγελα καὶ βαθειὲς ὑποκλίσεις ὁ νοικοκύρης, ἡ νοικοκυρά, τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό, ἡ οἰκογένεια ὅλη, τοὺς βάζουν νὰ πάρουν θέση στὸ μεγάλο στολισμένο τραπέζι. Οἱ μπάντες παίζουν γιορτινὲς μουσικές, τὸ κέφι ἀνεβαίνει κατακόρυφα, τὰ μαχαιροπήρουνα κινοῦνται δραστήρια, τὰ πιάτα πᾶνε κι ἔρχονται βαρυφορτωμένα, τὰ ποτήρια ὑψώνονται. Ἡ τεράστια τούρτα μὲ τὰ κεράκια της ἀναμμένα τοποθετεῖται στὸ κέντρο.
Τότε ἕνας φωνάζει: «Γιὰ ποιὸν γίνεται ὅλο αὐτὸ τὸ πανηγύρι; Ποῦ εἶναι γιὰ νὰ τὸν εὐχηθοῦμε;» Μὰ οἱ νοικοκυραῖοι λένε πὼς τὸ τιμώμενο πρόσωπο …δὲν ὑπάρχει. «Δὲν εἶναι πλέον ἔνοικος τοῦ σπιτιοῦ μας. Τὸν ἔχουμε ἐξορίσει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, γιατὶ δὲν ταίριαζε μὲ τὴ ζωή μας. Μᾶς ἀναστάτωνε ὁ τρόπος του. Δὲν τὸν θέλαμε ἀνάμεσά μας. Μὲ τὸν καιρὸ ξεχάσαμε καὶ τὴ μορφή του καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμα. Μὰ ἡ γιορτὴ ἀπὸ συνήθεια ἔμεινε. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ καταργηθεῖ. Ἔδινε λαμπερὸ χρῶμα στὴν
Ἀπόδοσή στήν νεοελληνική ἀπὸ τὸν φιλόλογο Γεώργιο Ἔξαρχο
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ὅταν
λέμε: «Χριστός ἐτέχθη», εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά λέμε: «Ὁ Μεσσίας
γεννήθηκε», ἤ «ὁ Βασιλιάς γεννήθηκε», ἤ «ὁ Σωτήρας γεννήθηκε»!
Μέ
τόν χαιρετισμό αὐτό ἰσχυριζόμαστε καί μαρτυροῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ὅτι
ἦρθε στόν κόσμο Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά ἔρθει γιά τή σωτηρία τῆς
γενεᾶς τῶν ἀνθρώπων, καί ὅτι ἐκτός Αὐτοῦ ἄλλον δέν πρέπει νά
περιμένουμε.
Ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ὑποσχέθηκε στούς προπάτορές μας ὅταν διώχθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο,
Ἐκεῖνος τόν ὁποῖο οἱ ἀσεβεῖς λαοί μόλις πού διαισθάνονταν,
Ἐκεῖνος πού οἱ Ἑβραῖοι προφῆτες ξεκάθαρα προφήτευσαν,
Ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ ἀβοήθητη ἀνθρωπότητα χιλιάδες χρόνια πονεμένα ἀναστέναζε,
Ἐκεῖνος ἔλαμψε στή γῆ ὅπως ὁ ἥλιος μετά ἀπό μακριά νύχτα.
Κι
ἔτσι ὅταν λέμε: «Χριστός ἐτέχθη», μαρτυροῦμε