τ ο υ Γ ι ά ν ν η Β λ αχ ο γ ι ά ν ν η
Στῆς μάχης τόν καπνό, πού πνίγει τό λαγκάδι, ὁ Σουλιώτης
ὅλα τά ἔχει λησμονήσει, πεῖνα καί δίψα. Καί τό Σούλι πέφτει ξέμακρα, καί σάν λησμονημένο εἶναι καί ἐκεῖνο τ' ἄχαρο.
Καί ἐκεῖ πού πολεμάει τό παλληκάρι τό ἀγλύκαντο, μέρα
καί νύκτα, ἀκούει μιά γνώριμη φωνή, πού τόν ξυπνάει:
- Λοιπόν τό Σούλι δέν χάθηκε καί ζῇ.
Ἦταν ἡ Λάμπη, ἡ ἀδελφή τοῦ παλληκαριοῦ.
- Τί καλά μοῦ φέρνεις, Λάμπη;
- Ζεστή κουλούρα, ἀδελφέ, πού σοῦ τήν ἐζύμωσα μέ τά
χεράκια μου καί ἡ μάννα τήν ἔψησε στήν ἀνθρακιά μονάχη. Ἔλα νά φᾷς καί νά ξαποστάσης.
- Δέν μπορῶ, καημένη, νά παρατήσω τό τουφέκι ...
- Αὐτό εἶναι ἡ συλλογή σου, Νάση; Ἔρχομαι ἐγώ καί σοῦ
κρατῶ τόν τόπο σου ... Νά, σοῦ ἔστρωσα! Καί δός μου τό τουφέκι.
Χαμογελᾷ ὁ ἀδελφός ὁ καπνισμένος. Καί δέν ἔχει ἀνάγκη