Οἱ ἀπόστολοι, ἂν καὶ πίστευαν ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐκλεκτός του, ὁ Μεσσίας, ἄργησαν πολὺ νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ βασιλεία του «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Ὅταν βέβαια τὸ κατάλαβαν, δέχτηκαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου ποὺ τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός. Τὸ μυαλό τους ξεθόλωσε ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιδιώξεις καὶ φιλοδοξίες μετὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς ὁδήγησε «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Στὸ ἑξῆς, ἀντὶ νὰ κυνηγοῦν ἀξιώματα, θεωροῦσαν τιμή τους νὰ βαστάζουν ἐπάνω τους τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ὑποφέρουν ὅπως Ἐκεῖνος (Ἰω. 18, 36. 16, 13. Γαλ. 6, 17).
Τότε κατανόησαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅτι πρῶτος καὶ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους δὲν εἶναι ὅποιος ἐπιδιώκει τὴν πρώτη θέση παντοῦ, «τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς». Ἀλλὰ ὅποιος βάζει τὸν ἑαυτό του τελευταῖο καὶ γίνεται ὑπηρέτης τῶν ἄλλων, «πάντων δοῦλος καὶ διάκονος». Ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ἦλθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουμε ἐμεῖς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς διακονήσει Ἐκεῖνος. Καὶ ἔφτασε νὰ πλένει καὶ τὰ