«Έξι ημέρες πριν από το Πάσχα πήγε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου ήταν ο Λάζαρος», στον οίκο της Μαρίας και της Μάρθας, «και του παρατέθηκε δείπνο από αυτούς»· η Μάρθα υπηρετούσε και ο Λάζαρος έτρωγε. Και αυτό ήταν απόδειξη της αληθινής αναστάσεως, το ότι μετά από πολλές ημέρες και ζούσε και έτρωγε. Άρα είναι φανερό, ότι το γεύμα γινόταν στην οικία της Μάρθας· δέχονται δηλαδή τον Ιησού επειδή ήταν φίλοι και αγαπώνταν από αυτόν. Κάποιοι όμως λένε, ότι αυτό γινόταν σε ξένη οικία. Η Μαρία υπηρετούσε γιατί ήταν μαθήτρια. Πάλι αυτή εδώ επιτελεί πνευματικότερη διακονία· δεν διακονούσε όμως σαν προς καλεσμένο, ούτε ήταν κοινή η υπηρεσία της, αλλά σ’ αυτόν μόνο παρείχε την τιμή, και απέδιδε αυτήν, όχι ως προς άνθρωπο, αλλ’ ως προς Θεό. Γιατί γι’ αυτό έχυσε μύρο και το σκούπισε με τα μαλλιά της κεφαλής της, πράγματα που έδειχναν, ότι η υπόληψή της προς αυτόν δεν ήταν τέτοια, τέτοια που του απέδιδαν οι πολλοί. Αλλά την επετίμησε ο Ιούδας με πρόσχημα δήθεν την ευλάβεια. Τί λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Άφησέ την· αυτό το έκανε προνοητικά για την ημέρα του ενταφιασμού μου». Γιατί τέλος πάντων δεν ήλεγξε τον μαθητή για την επιτίμηση της γυναίκας, ούτε είπε αυτό το οποίο είπε ο ευαγγελιστής, ότι επετίμησε τη γυναίκα επειδή ο ίδιος ήταν κλέφτης; Ήθελε με την πολλή μακροθυμία του να του προκαλέσει ντροπή και να τον αποτρέψει από το σχέδιό του. Γιατί, το ότι γνώριζε, ότι ήταν προδότης, φαίνεται από το ότι τον ήλεγξε στην αρχή λέγοντας πολλές φορές• «Δεν πιστεύουν όλοι», και, «Ένας από σας είναι διάβολος». Δήλωσε δηλαδή ότι γνώριζε πως αυτός θα είναι ο προδότης, δεν τον ήλεγξε όμως φανερά, αλλά τον συγχώρησε, θέλοντας να τον αποτρέψει από το σχέδιό του.
Πώς τότε άλλος λέγει, ότι όλοι οι μαθητές το είπαν αυτό; Και όλοι και εκείνος· αλλ’ οι υπόλοιποι όχι με την ίδια προαίρεση. Αν όμως κάποιος θελήσει να εξετάσει, γιατί τέλος πάντων, ενώ ήταν κλέφτης, παρέδωσε σ’ αυτόν το χρηματοκιβώτιο των φτωχών και τον έκανε οικονόμο, ενώ ήταν φιλάργυρος, εκείνο θα μπορούσαμε να πούμε, ότι τον απόρρητο λόγο τον γνωρίζει ο Ιησούς· αν όμως πρέπει εμείς στοχαζόμενοι να πούμε κάτι, το έκανε για να του αποκόψει κάθε πρόφαση. Γιατί δεν μπορούσε να πει, ότι το έκανε αυτό από έρωτα για τα χρήματα (καθόσον είχε από το χρηματοκιβώτιο ικανή παρηγοριά της επιθυμίας του), αλλά από μεγάλη κακία, την οποία αν ήθελε να τη συγκρατήσει, δεν θα παρέδιδε τον ευεργέτη. Ο Χριστός όμως, δείχνοντας πολλή συγκατάβαση προς αυτόν, τον ανεχόταν μακροθυμώντας. Γι’ αυτό δεν τον επιτιμούσε που έκλεβε, μολονότι βέβαια το γνώριζε, εμποδίζοντας την πονηρή επιθυμία του και