Πίστευε, ἀγάπα, συγχώρα καί προχώρα στή ζωή σου..... .

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Η Ευγενής Απόσυρση: Η Ανάληψη του Χριστού ως Θεϊκή Σιωπή και Υπέρβαση της Εξουσίας


Η ιστορία του Χριστού δεν τελειώνει με τη Σταύρωση· ούτε με την Ανάσταση· τελειώνει με την ευγενέστερη όλων των πράξεων: την απόσυρση.
Η Ανάληψη, αυτή η σιωπηλή ανάβαση προς τους ουρανούς, δεν είναι μια θεαματική αποχώρηση, αλλά μια λεπταίσθητη, σχεδόν αόρατη, αποδέσμευση από τον κόσμο.
Είναι το τέλος της ενσάρκωσης και η αρχή της διακριτικής, άυλης παρουσίας.
Ο Χριστός, που βάδισε ανάμεσα στους ανθρώπους, που άγγιξε, έκλαψε, δίδαξε και πόνεσε, αποχωρεί. Όχι γιατί εγκαταλείπει, αλλά γιατί σέβεται.
Δεν αποσύρεται για να απουσιάζει, αλλά για να δώσει χώρο στην ελευθερία.
Η ανάληψη δεν είναι φυγή, είναι η τελευταία πράξη ταπείνωσης.
Όταν οι θνητοί κατακτούν εξουσία, την κρατούν με νύχια και με δόντια.
Ο Χριστός, έχοντας νικήσει τον θάνατο, θα μπορούσε να ιδρύσει βασίλειο επίγειο, να αξιώσει δικαιοσύνη, να κυβερνήσει τους λαούς με θεϊκή βεβαιότητα.
Όμως επιλέγει την ανάληψη.
Επιλέγει να μην εξουσιάσει,

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου Λόγος Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ


Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας, εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την Ανάσταση και Ανάληψή του στους πιστούς;
Επήγασε από θλίψη.
Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία;
Επιφάνηκε σε μας, από θάνατο.
Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα;
Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία.
Όπως λέγει ο απόστολος γι’ αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι’ αυτό κι’ ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι
ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).

Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε την προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας, δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α’ Πέτρ. 2:21).

Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ’ εμάς και μας συναναστράφηκε,ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ’ αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.

Χριστός Ἀνέστη καὶ Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ

 


Ένα τέλος και μια αρχή στον κύκλο της εκκλησιαστικής μας ζωής.

Με όχημα την πίστη και απόλυτο προορισμό τον Ουρανό.

Με το Χριστός Ανέστη της καρδιάς και τη χαρά της Ανάστασης,
ας ετοιμαστούμε για το Φως της Πεντηκοστής στις καρδιές μας,
στην Εκκλησία, στον κόσμο ολόκληρο.

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ



 
π. Δημητρίου Μπόκου
 
Ὅταν ὁ Χριστὸς φανέρωσε ξεκάθαρα στοὺς Ἰουδαίους ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅτι πατέρας του εἶναι αὐτὸς ποὺ αὐτοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ὁ Θεός τους, οἱ Ἑβραῖοι δὲν ἄντεξαν. Κατάλαβαν πολὺ καλὰ τί τοὺς ἔλεγε, γι’ αὐτὸ καὶ θεώρησαν τὰ λόγια του ὕψιστη βλασφημία.
Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ πῆραν στὰ χέρια τους πέτρες νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ὅπως ὅριζε ὁ νόμος τους. Μὰ ὁ Χριστὸς πέρασε ἀνάμεσά τους χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸν ἀγγίξει κανένας, γιατὶ δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα του νὰ σταυρωθεῖ.
Τότε ὁ Χριστὸς συνάντησε στὸν δρόμο του ἕναν τυφλὸ ἐκ γενετῆς καὶ τὸν θεράπευσε (Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ).
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέτεινε ἀκόμη περισσότερο στὴ σύγχυση
τῶν Ἰουδαίων καὶ μάλιστα τῶν τυπολατρῶν Φαρισαίων. Ἀπὸ τὴ μιὰ θεωροῦσαν τὸν Χριστὸ παραβάτη τοῦ θεϊκοῦ νόμου, γιατὶ ἔκανε τὸ θαῦμα του (ἐπίτηδες μᾶλλον) ἡμέρα Σάββατο. Ἀφοῦ καταργοῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἦταν κατ’ αὐτοὺς ἁμαρτωλός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶχαν μπροστά τους ἕνα γεγονὸς ἀναμφισβήτητο. Ἐξέταζαν ξανὰ καὶ ξανὰ τὸν πρώην τυφλὸ γιὰ τὸ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία του. Ἀλλὰ δὲν ἤθελαν οὔτε μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν, ὄντας προσκολλημένοι στὴν ἀντίληψη, ὅτι ἄνθρωπος ποὺ παραβαίνει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι σίγουρα ἁμαρτωλός.
Στὴν ἀπορία τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ,

«Ὁ νεομάρτυρας Ἃγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων» Θεατρική παράσταση


 

 


 

  
 
 
 






Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Κυριακή του Τυφλού: Η πίστη που σε λυτρώνει, ο πόνος που σε ανεβάζει πνευματικά

 

Ιερά Μονή Παναγίας Δουραχάνης

Ομιλία ♰π. Αθανασίου Χατζή

13 Μαΐου 2007


Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ (Ἰωάν. θ΄ 1-38)

 

 
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων
Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.

ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.

῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Κυριακή τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ: Ὁμιλία εἰς τόν τυφλόν (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος)

 

«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»
1. «Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50, 6).

Διά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶ, ἐπειδή δέν ἐδέχθησαν τό ὑψηλόν νόημα τῶν λόγων του, ἀλλά τόν ὠνόμασαν καί δαιμονισμένον καί ἐπεχείρουν καί νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἐξῆλθεν ἀπό τόν ναόν, θεραπεύει τόν τυφλόν, καί καταπραύνων τήν ὀργήν των μέ τήν ἀπουσίαν του καί μέ τήν πραγματοποίησιν τοῦ θαύματος μαλακώνων τήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνίαν των καί κάμνων πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάμνει δέν εἶναι τυχαῖον, ἀλλά τότε συνέβη διά πρώτην φοράν.
Καθ̉ ὅσον λέγει· «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9, 32)· διότι ἴσως κάποιος νά ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ, ἐκ γενετῆς ὅμως ὄχι ἀκόμη. Καί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναόν, ἦλθεν ἐπίτηδες νά κάνῃ τό θαῦμα γίνεται φανερόν ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλόν, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχήν τόν εἶδεν, ὥστε καί εἰς τούς μαθητάς νά κάνῃ ἐντύπωσιν.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότι, βλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπῃ μέ τόσην προσοχήν, ἐζητοῦσαν νά μάθουν, λέγοντες· «Ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτησις· διότι πῶς ἦτο δυνατόν ν̉ ἁμαρτήσῃ πρίν γεννηθῇ; πῶς δέ, ἄν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του, ἦτο δυνατόν αὐτός νά τιμωρηθῇ; Διατί λοιπόν ἔκαμαν αὐτήν τήν ἐρώτησιν; Πρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμα, θεραπεύων τόν παράλυτον, ἔλεγεν· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνῃς εἰς τό ἑξῆς» (Ἰω. 5, 14).

Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ

 



Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

σταλαγματιες απο την παραδοση

αποψεις...